Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμιαντωρυχείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αμιαντωρυχεί
ο
τα
αμιαντωρυχεί
α
γενική
του
αμιαντωρυχεί
ου
των
αμιαντωρυχεί
ων
αιτιατική
το
αμιαντωρυχεί
ο
τα
αμιαντωρυχεί
α
κλητική
αμιαντωρυχεί
ο
αμιαντωρυχεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμιαντωρυχείο
<
αμίαντος
+
ορυχείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμιαντωρυχείο
ουδέτερο
ορυχείο
απ' όπου
εξορύσσεται
αμίαντος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμιαντωρυχείο