Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμίαντο τα αμίαντα
      γενική του αμίαντου των αμίαντων
    αιτιατική το αμίαντο τα αμίαντα
     κλητική αμίαντο αμίαντα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμίαντο < αμίαντος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμίαντο ουδέτερο

  1. (οικείο) ο αμίαντος
  2. οποιοδήποτε αντικείμενο φτιαγμένο από αμίαντο

  Μεταφράσεις επεξεργασία