αμίαντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμίαντο | τα | αμίαντα |
γενική | του | αμίαντου | των | αμίαντων |
αιτιατική | το | αμίαντο | τα | αμίαντα |
κλητική | αμίαντο | αμίαντα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμίαντο < αμίαντος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμίαντο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμίαντο
→ δείτε τη λέξη αμίαντος |