αμίαντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμίαντα < αμίαντος + -α < αρχαία ελληνική ἀμίαντος < μιαίνω
Επίρρημα επεξεργασία
αμίαντα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμίαντα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμίαντος