αγνά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααγνά < αγνός
Επίρρημα
επεξεργασίααγνά
- με αγνότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγνά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- στη ναξιακή και ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο: τα θαλασσινά (μύδια καβούρια, χταπόδια κ.λπ.}
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγνό