purely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | purely |
συγκριτικός | more purely |
υπερθετικός | most purely |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαpurely (en)
- καθαρά, ξεκάθαρα, αμιγώς, μόνο και εντελώς
- ⮡ My decision will depend purely on…
- Η απόφασή μου θα εξαρτηθεί καθαρά από…
- ⮡ Our products are made up of purely eco-friendly materials.
- Τα προϊόντα μας παρασκευάζονται αμιγώς από οικολογικά υλικά.
- ⮡ My decision will depend purely on…