Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμιγώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίρρημα
1.3.1
Συγγενικά
1.4
Αντώνυμα
1.4.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμιγώς
<
αμιγής
< από το ασθενές θέμα μιγ- παρατατικός έμισγον και μέση φωνή μίσγομαι.
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.miˈɣos
/
Επίρρημα
επεξεργασία
αμιγώς
καθαρά
,
ομοιόμορφα
αμιγώς
ελληνικός πληθυσμός
Συγγενικά
επεξεργασία
αμιγής
άμεικτος
ανάμεικτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
μιγάς
συμμιγής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμιγώς
αγγλικά
:
purely
(en)
γαλλικά
:
purement
(fr)
,
exclusivement
(fr)