Ετυμολογία

επεξεργασία
αμόλυντα < αμόλυντος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αμόλυντα

  1. με τρόπο αποστειρωμένο
  2. με τρόπο αγνό, αμόλυντο με τη μεταφορική έννοια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία