αμιάντινος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμιάντινος < αμίαντος + -ινος < αρχαία ελληνική ἀμίαντος
Επίθετο
επεξεργασίααμιάντινος
- που είναι φτιαγμένος από αμίαντο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμίαντος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμιάντινος
|