↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψεγάδιαστος η αψεγάδιαστη το αψεγάδιαστο
      γενική του αψεγάδιαστου της αψεγάδιαστης του αψεγάδιαστου
    αιτιατική τον αψεγάδιαστο την αψεγάδιαστη το αψεγάδιαστο
     κλητική αψεγάδιαστε αψεγάδιαστη αψεγάδιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψεγάδιαστοι οι αψεγάδιαστες τα αψεγάδιαστα
      γενική των αψεγάδιαστων των αψεγάδιαστων των αψεγάδιαστων
    αιτιατική τους αψεγάδιαστους τις αψεγάδιαστες τα αψεγάδιαστα
     κλητική αψεγάδιαστοι αψεγάδιαστες αψεγάδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αψεγάδιαστος < α- στερητικό + ψεγάδι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pseˈɣa.ðʝa.stos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /a.pseˈɣa.ðʝa.sti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /a.pseˈɣa.ðʝa.sto/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

αψεγάδιαστος -η -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία