παραθετικά
θετικός impeccable
συγκριτικός more impeccable
υπερθετικός most impeccable

  Επίθετο

επεξεργασία

impeccable (en)

  1. αψεγάδιαστος, άψογος, τέλειος, άπταιστος
  2. ανίκανος για το κακό, αγνός

Παράγωγα

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία

impeccable (fr)