Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός impeccably
συγκριτικός more impeccably
υπερθετικός most impeccably

  Ετυμολογία επεξεργασία

impeccably < impeccable + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

impeccably (en)

  • άψογα
    He writes and speaks two different languages impeccably.
    Γράφει και μιλάει άψογα δύο ξένες γλώσσες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flawlessly