faith (en)
- (μη μετρήσιμο) η πίστη, εμπιστοσύνη στις ικανότητες ή τις γνώσεις κάποιου· εμπιστοσύνη ότι κάποιος ή κάτι θα κάνει αυτό που έχει υποσχεθεί
- ↪ my faith in you - η πίστη μου σε σένα
- ↪ You can’t put your faith in this man.
- Δεν μπορείς να δώσεις πίστη σ΄ αυτόν τον άνθρωπο.
- ↪ His faith in the accuracy of his views was shaken.
- Κλονίστηκε η πίστη στην ορθότητα των απόψεών του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη belief
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η πίστη, βαθιά θρησκευτική πίστη
- ↪ Your faith has saved you.
- Η πίστη σου σ΄ έσωσε.
- ↪ His faith in God was unwavering.
- Η πίστη του στο Θεό ήταν ακλόνητη.
- ↪ I am fighting for faith and country.
- Μάχομαι υπέρ πίστεως και πατρίδος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη belief
- η πίστη, μια συγκεκριμένη θρησκεία
- ↪ the Christian faith - η χριστιανική πίστη