Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγιασμέν
ος
η
αγιασμέν
η
το
αγιασμέν
ο
γενική
του
αγιασμέν
ου
της
αγιασμέν
ης
του
αγιασμέν
ου
αιτιατική
τον
αγιασμέν
ο
την
αγιασμέν
η
το
αγιασμέν
ο
κλητική
αγιασμέν
ε
αγιασμέν
η
αγιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγιασμέν
οι
οι
αγιασμέν
ες
τα
αγιασμέν
α
γενική
των
αγιασμέν
ων
των
αγιασμέν
ων
των
αγιασμέν
ων
αιτιατική
τους
αγιασμέν
ους
τις
αγιασμέν
ες
τα
αγιασμέν
α
κλητική
αγιασμέν
οι
αγιασμέν
ες
αγιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγιασμένος
<
αγιάζω
+
-μένος
Μετοχή
επεξεργασία
αγιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αγιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αγιάζω
και
άγιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγιασμένος
αγγλικά
:
sanctified
(en)
,
sacred
(en)
,
holy
(en)