Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -μένος η -μένη το -μένο
      γενική του -μένου της -μένης του -μένου
    αιτιατική τον -μένο τη(ν) -μένη το -μένο
     κλητική -μένε -μένη -μένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -μένοι οι -μένες τα -μένα
      γενική των -μένων των -μένων των -μένων
    αιτιατική τους -μένους τις -μένες τα -μένα
     κλητική -μένοι -μένες -μένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-μένος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -μένος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μέ‐νος

  Επίθημα επεξεργασία

-μένος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -μένοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα