-μένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -μένος | η | -μένη | το | -μένο |
γενική | του | -μένου | της | -μένης | του | -μένου |
αιτιατική | τον | -μένο | τη(ν) | -μένη | το | -μένο |
κλητική | -μένε | -μένη | -μένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -μένοι | οι | -μένες | τα | -μένα |
γενική | των | -μένων | των | -μένων | των | -μένων |
αιτιατική | τους | -μένους | τις | -μένες | τα | -μένα |
κλητική | -μένοι | -μένες | -μένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- -μένος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -μένος[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μέ‐νος
Επίθημα
επεξεργασία
-μένος, -η, -ο
- Κατάληξη μετοχών παθητικού παρακειμένου που συνήθως λειτουργεί ως επίθετο. Δηλώνει πράξη, κατάσταση, αναγνώριση ή ευχή.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ "-μένος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- -μένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)