Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σεμνολόγος το σεμνολόγο
      γενική του/της σεμνολόγου του σεμνολόγου
    αιτιατική τον/τη σεμνολόγο το σεμνολόγο
     κλητική σεμνολόγε σεμνολόγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεμνολόγοι τα σεμνολόγα
      γενική των σεμνολόγων των σεμνολόγων
    αιτιατική τους/τις σεμνολόγους τα σεμνολόγα
     κλητική σεμνολόγοι σεμνολόγα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεμνολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σεμνολόγος

  Επίθετο επεξεργασία

σεμνολόγος, -ος, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σεμνολόγος τὸ σεμνολόγον
      γενική τοῦ/τῆς σεμνολόγου τοῦ σεμνολόγου
      δοτική τῷ/τῇ σεμνολόγ τῷ σεμνολόγ
    αιτιατική τὸν/τὴν σεμνολόγον τὸ σεμνολόγον
     κλητική ! σεμνολόγε σεμνολόγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σεμνολόγοι τὰ σεμνολόγ
      γενική τῶν σεμνολόγων τῶν σεμνολόγων
      δοτική τοῖς/ταῖς σεμνολόγοις τοῖς σεμνολόγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς σεμνολόγους τὰ σεμνολόγ
     κλητική ! σεμνολόγοι σεμνολόγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σεμνολόγω τὼ σεμνολόγω
      γεν-δοτ τοῖν σεμνολόγοιν τοῖν σεμνολόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεμνολόγος < αρχαία ελληνική σεμν(ός) + -ο- + -λόγος

  Επίθετο επεξεργασία

σεμνολόγος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σεμνός και λόγος

  Πηγές επεξεργασία