σεμνύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεμνύνομαι < αρχαία ελληνική σεμνύνομαι, παθητική φωνή του ρήματος σεμνύνω < σεμνός
Ρήμα
επεξεργασίασεμνύνομαι, παρατ.: σεμνυνόμουν, ο αόριστος σεμνύνθηκα πολύ σπάνιος
- (λόγιο) είμαι υπερήφανος για κάτι που αξίζει να με κάνει υπερήφανο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεμνύνομαι
|