Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Από τη λέξη σεμνός του ρήματος σέβω + ύνω.

  Ρήμα επεξεργασία

σεμνύνω

  1. επαινώ κάποιον
  2. καλλωπίζω, λαμπρύνω

Συνώνυμα επεξεργασία

  • ἀγάλλω, ὡραΐζω, τιμῶ, φαιδρύνω

Σύνθετα επεξεργασία