Ετυμολογία

επεξεργασία
Από τη λέξη σεμνός του ρήματος σέβω + ύνω.

σεμνύνω

  1. επαινώ κάποιον
  2. καλλωπίζω, λαμπρύνω

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ἀγάλλω, ὡραΐζω, τιμῶ, φαιδρύνω