Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαμπρύνω < αρχαία ελληνική λαμπρύνω < λαμπρός < λάμπω + -ρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂p- (λάμπω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /lamˈbɾi.no/

  Ρήμα επεξεργασία

λαμπρύνω (παθητική φωνή: λαμπρύνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία