λαμπρύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαμπρύνω < αρχαία ελληνική λαμπρύνω < λαμπρ(ός) + -ύνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /lamˈbɾi.no/
Ρήμα
επεξεργασίαλαμπρύνω (παθητική φωνή: λαμπρύνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- λάμπρυνση
- λαμπρυντικό
- λαμπρυντικός
- → δείτε τις λέξεις λαμπρός και λάμπω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαμπρύνω | λάμπρυνα | θα λαμπρύνω | να λαμπρύνω | λαμπρύνοντας | |
β' ενικ. | λαμπρύνεις | λάμπρυνες | θα λαμπρύνεις | να λαμπρύνεις | λάμπρυνε | |
γ' ενικ. | λαμπρύνει | λάμπρυνε | θα λαμπρύνει | να λαμπρύνει | ||
α' πληθ. | λαμπρύνουμε | λαμπρύναμε | θα λαμπρύνουμε | να λαμπρύνουμε | ||
β' πληθ. | λαμπρύνετε | λαμπρύνατε | θα λαμπρύνετε | να λαμπρύνετε | λαμπρύνετε | |
γ' πληθ. | λαμπρύνουν(ε) | λάμπρυναν λαμπρύναν(ε) |
θα λαμπρύνουν(ε) | να λαμπρύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λάμπρυνα | θα λαμπρύνω | να λαμπρύνω | λαμπρύνει | ||
β' ενικ. | λάμπρυνες | θα λαμπρύνεις | να λαμπρύνεις | λάμπρυνε | ||
γ' ενικ. | λάμπρυνε | θα λαμπρύνει | να λαμπρύνει | |||
α' πληθ. | λαμπρύναμε | θα λαμπρύνουμε | να λαμπρύνουμε | |||
β' πληθ. | λαμπρύνατε | θα λαμπρύνετε | να λαμπρύνετε | λαμπρύντε | ||
γ' πληθ. | λάμπρυναν λαμπρύναν(ε) |
θα λαμπρύνουν(ε) | να λαμπρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαμπρύνει | είχα λαμπρύνει | θα έχω λαμπρύνει | να έχω λαμπρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις λαμπρύνει | είχες λαμπρύνει | θα έχεις λαμπρύνει | να έχεις λαμπρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει λαμπρύνει | είχε λαμπρύνει | θα έχει λαμπρύνει | να έχει λαμπρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαμπρύνει | είχαμε λαμπρύνει | θα έχουμε λαμπρύνει | να έχουμε λαμπρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε λαμπρύνει | είχατε λαμπρύνει | θα έχετε λαμπρύνει | να έχετε λαμπρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαμπρύνει | είχαν λαμπρύνει | θα έχουν λαμπρύνει | να έχουν λαμπρύνει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαμπρύνομαι | λαμπρυνόμουν(α) | θα λαμπρύνομαι | να λαμπρύνομαι | ||
β' ενικ. | λαμπρύνεσαι | λαμπρυνόσουν(α) | θα λαμπρύνεσαι | να λαμπρύνεσαι | (λαμπρύνου) | |
γ' ενικ. | λαμπρύνεται | λαμπρυνόταν(ε) | θα λαμπρύνεται | να λαμπρύνεται | ||
α' πληθ. | λαμπρυνόμαστε | λαμπρυνόμαστε λαμπρυνόμασταν |
θα λαμπρυνόμαστε | να λαμπρυνόμαστε | ||
β' πληθ. | λαμπρύνεστε | λαμπρυνόσαστε λαμπρυνόσασταν |
θα λαμπρύνεστε | να λαμπρύνεστε | (λαμπρύνεστε) | |
γ' πληθ. | λαμπρύνονται | λαμπρύνονταν λαμπρυνόντουσαν |
θα λαμπρύνονται | να λαμπρύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαμπρύνθηκα | θα λαμπρυνθώ | να λαμπρυνθώ | λαμπρυνθεί | ||
β' ενικ. | λαμπρύνθηκες | θα λαμπρυνθείς | να λαμπρυνθείς | λαμπρύνσου | ||
γ' ενικ. | λαμπρύνθηκε | θα λαμπρυνθεί | να λαμπρυνθεί | |||
α' πληθ. | λαμπρυνθήκαμε | θα λαμπρυνθούμε | να λαμπρυνθούμε | |||
β' πληθ. | λαμπρυνθήκατε | θα λαμπρυνθείτε | να λαμπρυνθείτε | λαμπρυνθείτε | ||
γ' πληθ. | λαμπρύνθηκαν λαμπρυνθήκαν(ε) |
θα λαμπρυνθούν(ε) | να λαμπρυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λαμπρυνθεί | είχα λαμπρυνθεί | θα έχω λαμπρυνθεί | να έχω λαμπρυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις λαμπρυνθεί | είχες λαμπρυνθεί | θα έχεις λαμπρυνθεί | να έχεις λαμπρυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λαμπρυνθεί | είχε λαμπρυνθεί | θα έχει λαμπρυνθεί | να έχει λαμπρυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λαμπρυνθεί | είχαμε λαμπρυνθεί | θα έχουμε λαμπρυνθεί | να έχουμε λαμπρυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λαμπρυνθεί | είχατε λαμπρυνθεί | θα έχετε λαμπρυνθεί | να έχετε λαμπρυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λαμπρυνθεί | είχαν λαμπρυνθεί | θα έχουν λαμπρυνθεί | να έχουν λαμπρυνθεί |