• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

κοσμώ

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : κοσμῶ

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Σύνθετα
      • 1.2.3 Συνώνυμα
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κοσμώ < αρχαία ελληνική κοσμῶ

  ΡήμαΕπεξεργασία

κοσμώ

  • στολίζω
  • (μεταφορικά) προσδίδω αξία, τιμώ

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • κόσμημα (βλέπε λέξη)
  • κόσμηση (κόσμησις)
  • κοσμητεία
  • κοσμητικός
  • κοσμήτορας - κοσμήτρια (κοσμήτωρ)

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • διακοσμώ

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ομορφαίνω
  • διακοσμώ

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κοσμώ
  • γαλλικά : orner (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κοσμώ&oldid=4981289"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Ιανουαρίου 2021, στις 07:03

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Ιανουαρίου 2021, στις 07:03.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie