Δείτε επίσης: κοσμῶ

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κοσμώ < αρχαία ελληνική κοσμῶ

  ΡήμαΕπεξεργασία

κοσμώ

  1. στολίζω
    ※  Το πάνω χείλος του κοσμούσε ένα πλούσιο καλοσχηματισμένο μουστάκι. (Τεύκρος Μιχαηλίδης (2006) Πυθαγόρεια Εγκλήματα [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) προσδίδω αξία, τιμώ

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία