κοσμητεία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοσμητεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοσμητεία (το αξίωμα του κοσμητοῦ, ΄΄δείτε κοσμήτορας)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.zmiˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμη‐τεί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοσμητεία θηλυκό
- το αξίωμα ή η διάρκεια της θητείας, ή ο χώρος που εδρεύει ο κοσμήτορας ενός ιδρύματος
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις κόσμημα και κόσμος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
|}
Επεξεργασία
- ↑ «κοσμητεία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.