πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμητεία οι κοσμητείες
      γενική της κοσμητείας των κοσμητειών
    αιτιατική την κοσμητεία τις κοσμητείες
     κλητική κοσμητεία κοσμητείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κοσμητεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κοσμητεία (το αξίωμα του κοσμητοῦ, δείτε κοσμήτορας)[1]. Η λέξη με τη σημερινή σημασία (μαρτυρείται από το 1841)[2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοσμητεία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις κόσμημα και κόσμος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κοσμητεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σελ. 566, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοσμητεί αἱ κοσμητεῖαι
      γενική τῆς κοσμητείᾱς τῶν κοσμητειῶν
      δοτική τῇ κοσμητεί ταῖς κοσμητείαις
    αιτιατική τὴν κοσμητείᾱν τὰς κοσμητείᾱς
     κλητική ! κοσμητεί κοσμητεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοσμητεί
γεν-δοτ τοῖν  κοσμητείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία