κοσμήτορας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κοσμήτορας < αρχαία ελληνική κοσμήτωρ / κοσμητής < κοσμέω, -ῶ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοσμήτορας αρσενικό
- ο έφορος της τάξης σε διάφορες τελετές, ο επιμελητής
- ο πανεπιστημιακός καθηγητής που προΐσταται για ένα χρόνο μιας σχολής
- το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το συγκροτούν ο πρόεδρος, 14 αντιπρόεδροι και 5 κοσμήτορες συμβουλευτικών καθηκόντων