κοσμήτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοσμήτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοσμήτωρ από την αιτιατική «τόν κοσμήτορα», ποιητική μορφή του κοσμητής < κοσμέω, -ῶ [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈzmi.to.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμή‐το‐ρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμήτορας αρσενικό
- ο έφορος της τάξης σε διάφορες τελετές, ο επιμελητής
- ο πανεπιστημιακός καθηγητής που προΐσταται για ένα χρόνο μιας σχολής
- ⮡ Το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το συγκροτούν ο πρόεδρος, 14 αντιπρόεδροι και 5 κοσμήτορες συμβουλευτικών καθηκόντων.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοσμήτορας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοσμήτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας