κοσμητής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοσμητής
- αυτός που στολίζει
- τίτλος αρχόντων
- αυτός που είχε υπό την ευθύνη του τους νέους στα γυμνάσια
- κοσμητής πόλεως: ο νομοθέτης