↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νομοθέτης οι νομοθέτες
      γενική του νομοθέτη των νομοθετών
    αιτιατική τον νομοθέτη τους νομοθέτες
     κλητική νομοθέτη νομοθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νομοθέτης < αρχαία ελληνική νομοθέτης < νόμος + τίθημι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νομοθέτης αρσενικό

  1. αυτός που γράφει τους νόμους μιας πολιτείας και τους θέτει σε ισχύ
    Σόλων ο νομοθέτης
  2. ο συντάκτης ενός νομοσχεδίου
  3. (γενικότερα) η νομοθετική εξουσία
    ※  Όταν δεν επιτρέπεται σε ένα παιδί να αφήσει το ίδρυμα και να ζήσει σε μια οικογένεια, επειδή οι ενήλικες σε αυτή την οικογένεια είναι ομόφυλο ζευγάρι, ποιος ιδρυματοποιεί; Το ίδρυμα ή οι νομοθέτες; (Το ανάπηρο (ελληνικό) Δημόσιο , liberal.gr, 25/04/2019 [1])

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία