Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νομοθετώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
νομοθετώ
<
νομοθέτης
Ρήμα
επεξεργασία
νομοθετώ
συντάσσω
τους
νόμους
και τους
θέτω
σε ισχύ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νομοθετώ
αγγλικά
:
legislate
(en)
γαλλικά
:
légiférer
(fr)