ιδρυματοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ιδρυματοποιώ
- εγκλείω ανθρώπους σε νοσηλευτικά ή άλλα ιδρύματα (ή τους κάνω να εξαρτηθούν από αυτά) και προκαλώ σε αυτούς τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδη αντί να τους βοηθήσω να ενταχθούν κοινωνικά (να τους κοινωνικοποιήσω), μακροπρόθεσμα τους αποκλείω από τον κοινωνικό ιστό
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ιδρυματοποιώ | ιδρυματοποιούσα | θα ιδρυματοποιώ | να ιδρυματοποιώ | ιδρυματοποιώντας | |
β' ενικ. | ιδρυματοποιείς | ιδρυματοποιούσες | θα ιδρυματοποιείς | να ιδρυματοποιείς | (ιδρυματοποίει) | |
γ' ενικ. | ιδρυματοποιεί | ιδρυματοποιούσε | θα ιδρυματοποιεί | να ιδρυματοποιεί | ||
α' πληθ. | ιδρυματοποιούμε | ιδρυματοποιούσαμε | θα ιδρυματοποιούμε | να ιδρυματοποιούμε | ||
β' πληθ. | ιδρυματοποιείτε | ιδρυματοποιούσατε | θα ιδρυματοποιείτε | να ιδρυματοποιείτε | ιδρυματοποιείτε | |
γ' πληθ. | ιδρυματοποιούν(ε) | ιδρυματοποιούσαν(ε) | θα ιδρυματοποιούν(ε) | να ιδρυματοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ιδρυματοποίησα | θα ιδρυματοποιήσω | να ιδρυματοποιήσω | ιδρυματοποιήσει | ||
β' ενικ. | ιδρυματοποίησες | θα ιδρυματοποιήσεις | να ιδρυματοποιήσεις | ιδρυματοποίησε | ||
γ' ενικ. | ιδρυματοποίησε | θα ιδρυματοποιήσει | να ιδρυματοποιήσει | |||
α' πληθ. | ιδρυματοποιήσαμε | θα ιδρυματοποιήσουμε | να ιδρυματοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ιδρυματοποιήσατε | θα ιδρυματοποιήσετε | να ιδρυματοποιήσετε | ιδρυματοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ιδρυματοποίησαν ιδρυματοποιήσαν(ε) |
θα ιδρυματοποιήσουν(ε) | να ιδρυματοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ιδρυματοποιήσει | είχα ιδρυματοποιήσει | θα έχω ιδρυματοποιήσει | να έχω ιδρυματοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ιδρυματοποιήσει | είχες ιδρυματοποιήσει | θα έχεις ιδρυματοποιήσει | να έχεις ιδρυματοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ιδρυματοποιήσει | είχε ιδρυματοποιήσει | θα έχει ιδρυματοποιήσει | να έχει ιδρυματοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ιδρυματοποιήσει | είχαμε ιδρυματοποιήσει | θα έχουμε ιδρυματοποιήσει | να έχουμε ιδρυματοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ιδρυματοποιήσει | είχατε ιδρυματοποιήσει | θα έχετε ιδρυματοποιήσει | να έχετε ιδρυματοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ιδρυματοποιήσει | είχαν ιδρυματοποιήσει | θα έχουν ιδρυματοποιήσει | να έχουν ιδρυματοποιήσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδρυματοποιώ
|