Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδρυματοποιώ < ίδρυμα και ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ιδρυματοποιώ

  • εγκλείω ανθρώπους σε νοσηλευτικά ή άλλα ιδρύματα (ή τους κάνω να εξαρτηθούν από αυτά) και προκαλώ σε αυτούς τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδη αντί να τους βοηθήσω να ενταχθούν κοινωνικά (να τους κοινωνικοποιήσω), μακροπρόθεσμα τους αποκλείω από τον κοινωνικό ιστό

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία