επανένταξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανένταξη | οι | επανεντάξεις |
γενική | της | επανένταξης* | των | επανεντάξεων |
αιτιατική | την | επανένταξη | τις | επανεντάξεις |
κλητική | επανένταξη | επανεντάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανεντάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.paˈnen.da.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐νέ‐ντα‐ξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπανένταξη θηλυκό
- η εκ νέου ένταξη, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεντάσσω
- ※ Στόχος του Σχεδίου Δράσης πρόληψης και αντιμετώπισης της έλλειψης στέγης αποτελεί η προσπάθεια μετατροπής της έννοιας της αστεγίας και της υποστηρικτικής διαδικασίας, σε μια ενέργεια η οποία δεν μετατρέπει τους αστέγους σε παθητικούς αποδέκτες κοινωνικών υπηρεσιών και επιδομάτων, δεν τους ιδρυματοποιεί σε κλειστές δομές μακροχρόνιας φιλοξενίας, αλλά τους καθιστά ενεργούς πολίτες, στον άξονα μιας συνολικής προσπάθειας επανένταξής τους στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή. (Σχέδιο Δράσης για την πρόληψη και αντιμετώπιση της έλλειψης στέγης, εφημ. Ο Χρόνος Κοζάνης, 22/9/2023 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανένταξη