• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

άστεγος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό επεκτείνοντάς την!


πτώση ενικός
ονομαστική άστεγος άστεγη άστεγο
γενική άστεγου άστεγης άστεγου
αιτιατική άστεγο άστεγη άστεγο
κλητική άστεγε άστεγη άστεγο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άστεγοι άστεγες άστεγα
γενική άστεγων άστεγων άστεγων
αιτιατική άστεγους άστεγες άστεγα
κλητική άστεγοι άστεγες άστεγα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άστεγος < α- στερητικό + στέγη

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

άστεγος, -η, -ο

  • που δεν έχει σπίτι, στέγη


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    άστεγος
  • αγγλικά : homeless (en), hobo (en)
  • γαλλικά : sans domicile fixe (fr), sans abri (fr)
  • γερμανικά : obdachlos (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άστεγος&oldid=4716169"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Αυγούστου 2020, στις 20:57

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Αυγούστου 2020, στις 20:57.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie