Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άστεγος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
πτώση
ενικός
ονομαστική
άστεγ
ος
άστεγ
η
άστεγ
ο
γενική
άστεγ
ου
άστεγ
ης
άστεγ
ου
αιτιατική
άστεγ
ο
άστεγ
η
άστεγ
ο
κλητική
άστεγ
ε
άστεγ
η
άστεγ
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
άστεγ
οι
άστεγ
ες
άστεγ
α
γενική
άστεγ
ων
άστεγ
ων
άστεγ
ων
αιτιατική
άστεγ
ους
άστεγ
ες
άστεγ
α
κλητική
άστεγ
οι
άστεγ
ες
άστεγ
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
άστεγος
<
α-
στερητικό +
στέγη
Επίθετο
Επεξεργασία
άστεγος, -η, -ο
που δεν έχει
σπίτι
,
στέγη
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
άστεγος
αγγλικά
:
homeless
(en)
,
hobo
(en)
γαλλικά
:
sans domicile fixe
(fr)
,
sans abri
(fr)
γερμανικά
:
obdachlos
(de)