↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστεγία οι αστεγίες
      γενική της αστεγίας των αστεγιών
    αιτιατική την αστεγία τις αστεγίες
     κλητική αστεγία αστεγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστεγία < άστεγος + -ία < (ελληνιστική κοινήἄστεγος < στέγη ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) homelessness)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αστεγία θηλυκό

  • (κοινωνιολογία) το να είναι κανείς άστεγος
    ※  Το 54% επικαλείται ως κύριο πρόβλημα την έλλειψη χρημάτων, το 21% την έλλειψη οικογένειας, ενώ το 6% δηλώνει ότι η αστεγία είναι ελεύθερη επιλογή. (enet.gr *)
    ※  Στόχος του Σχεδίου Δράσης πρόληψης και αντιμετώπισης της έλλειψης στέγης αποτελεί η προσπάθεια μετατροπής της έννοιας της αστεγίας και της υποστηρικτικής διαδικασίας, σε μια ενέργεια η οποία δεν μετατρέπει τους αστέγους σε παθητικούς αποδέκτες κοινωνικών υπηρεσιών και επιδομάτων, δεν τους ιδρυματοποιεί σε κλειστές δομές μακροχρόνιας φιλοξενίας, αλλά τους καθιστά ενεργούς πολίτες, στον άξονα μιας συνολικής προσπάθειας επανένταξής τους στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή. (Σχέδιο Δράσης για την πρόληψη και αντιμετώπιση της έλλειψης στέγης, εφημ. Ο Χρόνος Κοζάνης, 22/9/2023 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία