Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɑ̃.za.bʁi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
sans-abri sans-abri

sans-abri (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο