sans domicile fixe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαsans domicile fixe (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- ο άστεγος
Σημειώσεις
επεξεργασία- Χρησιμοποιείται και η συντομομορφή SDF.
sans domicile fixe (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο