Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοσμητός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
κοσμητ
ός
ἡ
κοσμητ
ή
τὸ
κοσμητ
όν
γενική
τοῦ
κοσμητ
οῦ
τῆς
κοσμητ
ῆς
τοῦ
κοσμητ
οῦ
δοτική
τῷ
κοσμητ
ῷ
τῇ
κοσμητ
ῇ
τῷ
κοσμητ
ῷ
αιτιατική
τὸν
κοσμητ
όν
τὴν
κοσμητ
ήν
τὸ
κοσμητ
όν
κλητική
ὦ
!
κοσμητ
έ
κοσμητ
ή
κοσμητ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
κοσμητ
οί
αἱ
κοσμητ
αί
τὰ
κοσμητ
ᾰ́
γενική
τῶν
κοσμητ
ῶν
τῶν
κοσμητ
ῶν
τῶν
κοσμητ
ῶν
δοτική
τοῖς
κοσμητ
οῖς
ταῖς
κοσμητ
αῖς
τοῖς
κοσμητ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
κοσμητ
ούς
τὰς
κοσμητ
ᾱ́ς
τὰ
κοσμητ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
κοσμητ
οί
κοσμητ
αί
κοσμητ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
κοσμητ
ώ
τὼ
κοσμητ
ᾱ́
τὼ
κοσμητ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
κοσμητ
οῖν
τοῖν
κοσμητ
αῖν
τοῖν
κοσμητ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοσμητός
<
κοσμέω
/
κοσμῶ
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
κοσμητός, -ή, -ό
που είναι
καλά
διατεταγμένος
και
επιμελημένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κοσμέω
και
κόσμος