κοσμητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοσμητικός < αρχαία ελληνική κοσμητικός < κοσμέω < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική ornans
- σύγκρινε: κοσμητής
Επίθετο
επεξεργασίακοσμητικός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοσμητικός