• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

κοσμητικός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική κοσμητικός κοσμητική κοσμητικό
γενική κοσμητικού κοσμητικής κοσμητικού
αιτιατική κοσμητικό κοσμητική κοσμητικό
κλητική κοσμητικέ κοσμητική κοσμητικό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική κοσμητικοί κοσμητικές κοσμητικά
γενική κοσμητικών κοσμητικών κοσμητικών
αιτιατική κοσμητικούς κοσμητικές κοσμητικά
κλητική κοσμητικοί κοσμητικές κοσμητικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κοσμητικός < αρχαία ελληνική κοσμητικός < κοσμέω < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική ornans
σύγκρινε: κοσμητής

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

κοσμητικός

  • που κοσμεί, που στολίζει

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • διακοσμητικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κοσμητικός
  • αγγλικά : decorative (en)
  • γαλλικά : cosmétique (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κοσμητικός&oldid=4062604"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Αυγούστου 2019, στις 14:04

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Αυγούστου 2019, στις 14:04.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie