Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔs.me.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cosmétique cosmétiques

cosmétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό