κοσμητική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοσμητική < θηλυκό του κοσμητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cosmetics < γαλλικά cosmétique) < αρχαία ελληνική κοσμητική, θηλυκό του κοσμητικός < κοσμέω < κόσμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.zmi.ti.ˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμη‐τι‐κή
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοσμητική θηλυκό
- το σύνολο των παρεμβάσεων ή επεμβάσεων που αποσκοπούν στην αισθητική βελτίωση της εξωτερικής μας εικόνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κοσμητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κοσμητικός