↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμπρυντικό τα λαμπρυντικά
      γενική του λαμπρυντικού των λαμπρυντικών
    αιτιατική το λαμπρυντικό τα λαμπρυντικά
     κλητική λαμπρυντικό λαμπρυντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπρυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λαμπρυντικός < λαμπρύνω < αρχαία ελληνική λαμπρύνω < λαμπρός < λάμπω + -ρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂p- (λάμπω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lam.bɾin.diˈko/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαμπρυντικό ουδέτερο

  • προϊόν που συμβάλλει στην λάμπρυνση (π.χ. των πιάτων)
    Το λαμπρυντικό για το πλυντήριο πιάτων που κυκλοφορεί στο εμπόριο, βλάπτει το περιβάλλον και κοστίζει. Μπορείς μια χαρά να το αντικαταστήσεις με απλό ξίδι και να γυαλίσουν τα πιατικά σου μια χαρά. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία