λάμπρυνση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λάμπρυνση | οι | λαμπρύνσεις |
γενική | της | λάμπρυνσης* | των | λαμπρύνσεων |
αιτιατική | τη | λάμπρυνση | τις | λαμπρύνσεις |
κλητική | λάμπρυνση | λαμπρύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαμπρύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλάμπρυνση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λαμπρύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία λάμπρυνση
|