Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

unassuming (en)

  • μετριόφρων, μικρός στο μάτι (σε φαινομενική αξία ενώ μπορεί να αξίζει), μη εντυπωσιακός