ἄντρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄντρον | τὰ | ἄντρᾰ |
γενική | τοῦ | ἄντρου | τῶν | ἄντρων |
δοτική | τῷ | ἄντρῳ | τοῖς | ἄντροις |
αιτιατική | τὸ | ἄντρον | τὰ | ἄντρᾰ |
κλητική ὦ! | ἄντρον | ἄντρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄντρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἄντροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄντρον, ήδη ομηρικό στην Οδύσσεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄντρον ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄντρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄντρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.