Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄντρον τὰ ἄντρ
      γενική τοῦ ἄντρου τῶν ἄντρων
      δοτική τῷ ἄντρ τοῖς ἄντροις
    αιτιατική τὸ ἄντρον τὰ ἄντρ
     κλητική ! ἄντρον ἄντρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄντρω
γεν-δοτ τοῖν  ἄντροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄντρον, ήδη ομηρικό στην Οδύσσεια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄντρον ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία