σπῆλυγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σπηλυγγ- | |||||
ονομαστική | ἡ | σπῆλυγξ | αἱ | σπήλυγγες | |
γενική | τῆς | σπήλυγγος | τῶν | σπηλύγγων | |
δοτική | τῇ | σπήλυγγῐ | ταῖς | σπήλυγξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | σπήλυγγᾰ | τὰς | σπήλυγγᾰς | |
κλητική ὦ! | σπῆλυγξ | σπήλυγγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σπήλυγγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σπηλύγγοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπῆλυγξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπῆλυγξ θηλυκό
- σπήλαιο
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 17 @scaife.perseus
- Αἰγωλιὸς δ’ ἐστὶ νυκτινόμος καὶ ἡμέρας ὀλιγάκις φαίνεται, καὶ οἰκεῖ καὶ οὗτος πέτρας καὶ σπήλυγγας·
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.568, @scaife.perseus
- κοῖλαι δὲ σπήλυγγες ὑπὸ σπιλάδας τρηχείας
- ※ 3ος κε αιώνας ⌘ Οππιανός ο εξ Απαμείας, Κυνηγετικά, 4.80, @scaife.perseus
- ἔνθα περὶ σπήλυγγας ἐρίβρομος ἠΰκομος λῖς
- εκεί σε σπηλιές λιοντάρι με βροντερή φωνή και ωραίο τρίχωμα
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ἔνθα περὶ σπήλυγγας ἐρίβρομος ἠΰκομος λῖς
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 17 @scaife.perseus
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σπῆλυγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπῆλυγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.