σεμνοπρέπεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεμνοπρέπεια < (ελληνιστική κοινή) < σεμνοπρεπής
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεμνοπρέπεια θηλυκό
- η ιδιότητα του σεμνοπρεπούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
σεμνοπρέπεια
|
σεμνοπρέπεια θηλυκό
|