ακαμάρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαμάρωτος < α- στερητικό + καμαρώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kaˈma.ɾo.tos/
Επίθετο
επεξεργασίαακαμάρωτος
- που δεν καμαρώνει, που δεν περηφανεύεται
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακαμάρωτος
|