ακαμάρωτων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαακαμάρωτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ακαμάρωτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ακαμάρωτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ακαμάρωτος
ακαμάρωτων