λεπρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λεπρός | η | λεπρή | το | λεπρό |
γενική | του | λεπρού | της | λεπρής | του | λεπρού |
αιτιατική | τον | λεπρό | τη | λεπρή | το | λεπρό |
κλητική | λεπρέ | λεπρή | λεπρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λεπροί | οι | λεπρές | τα | λεπρά |
γενική | των | λεπρών | των | λεπρών | των | λεπρών |
αιτιατική | τους | λεπρούς | τις | λεπρές | τα | λεπρά |
κλητική | λεπροί | λεπρές | λεπρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λεπρός < λέπω (ξεφλουδίζω)
Επίθετο επεξεργασία
λεπρός, -ή, -ό
- που πάσχει από λέπρα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεπρός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεπρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λεπρός < λέπω (ξεφλουδίζω)
Επίθετο επεξεργασία
λεπρός, -ή, -ό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λεπρός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
λεπρός, -ά, -όν
- λεπρός (νέα ελληνικά)
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λεπρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λεπρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.