Δείτε επίσης: Ἀσίνης
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀσινεσ-
ονομαστική / ἀσινής τὸ ἀσινές
      γενική τοῦ/τῆς ἀσινοῦς τοῦ ἀσινοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀσινεῖ τῷ ἀσινεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀσιν τὸ ἀσινές
     κλητική ! ἀσινές ἀσινές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀσινεῖς τὰ ἀσιν
      γενική τῶν ἀσινῶν τῶν ἀσινῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀσινέσ(ν) τοῖς ἀσινέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀσινεῖς τὰ ἀσιν
     κλητική ! ἀσινεῖς ἀσιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀσινεῖ τὼ ἀσινεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀσινοῖν τοῖν ἀσινοῖν
Επικοί και ιωνικοί τύποι, χωρίς συναίρεση, με καταλήξεις -έα, -έων, -έας.
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀσινής < ἀ- στερητικό + -σινής < (σίνος)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀσινής, -ής, -ές

  1. που δεν προκαλεί βλάβη ή φθορά, αβλαβής
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 110 (110-111)
    τὰς εἰ μέν κ᾽ ἀσινέας ἐάᾳς νόστου τε μέδηαι, | καί κεν ἔτ᾽ εἰς Ἰθάκην κακά περ πάσχοντες ἵκοισθε·
    Ανίσως και δεν τα πειράξεις,[τα βόδια του Ήλιου] στον νόστο σου προσηλωμένος, | μπορεί, έστω με βάσανα και πάθη, να φτάσετε και στην Ιθάκη·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 105.2
    τῶν πλεόνων Σκυθέων παρεξελθόντων ἀσινέων ὀλίγοι τινὲς αὐτῶν ὑπολειφθέντες ἐσύλησαν τῆς Οὐρανίης Ἀφροδίτης τὸ ἱρόν.
    ενώ οι πιο πολλοί Σκύθες πέρασαν δίχως να πειράξουν τίποτε, μερικοί που ξέκοψαν και έμειναν πίσω, σύλησαν το ιερό της ουρανίας Αφροδίτης.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. (για πρόσωπα) που δεν έχει υποστεί βλάβη ή φθορά, σώος
  3. ασφαλής, ευτυχισμένος στη ζωή, τυχερός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1341 (1341-1342)
    τίς τἂν εὔξαιτο βροτῶν ἀσινεῖ | δαίμονι φῦναι τάδ᾽ ἀκούων;
    ποιός στον κόσμο με μοίρ᾽ ασυμφόριαστη | θα καυχιόταν ποτέ πως γεννήθηκε όλ᾽ αυτά σαν ακούει;
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  4. (για πράγματα) αβλαβής, άθικτος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 121γ.1
    τὸ δὲ οἴκημα ἀσινὲς καὶ οὔτε ἔσοδον οὔτε ἔκδυσιν οὐδεμίαν ἔχον.
    και την κάμαρη άθικτη και χωρίς κανέναν τρόπο για να μπει κανείς ή να βγει.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  5. που προστατεύει από το κακό, τη ζημιά, προστατευτικός
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, στίχ. 826 (825-828)
    πότερον χαίρω κἀπολολύξω | πόλεως ἀσινεῖ † σωτῆρι ... | ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας | ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχους;
    σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πω | στων Θηβών τον προστάτη Σωτήρα, | ή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυο | θλιβερούς πολεμάρχους,
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη σίνος

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v.- σίνομαι σελ. 1334 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.