προστατευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προστατευτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προστατευτικός (που ασκεί εξουσία) σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική protecteur και από την αγγλική protective[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε προστατευτ- (παθητικό αοριστικό θέμα του προστατεύω) + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.sta.te.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐στα‐τευ‐τι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐τα‐τευ‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
προστατευτικός
- που χρησιμεύει για προστασία
- που προσφέρει προστασία
Παράγωγα επεξεργασία
- προστατευτικά (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη προστάτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
προστατευτικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προστατευτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προστατευτικός < προστατεύω προστατευ(θ)- + -τικός. Δείτε προστάτης < προΐστημι
Επίθετο επεξεργασία
προστατευτικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που ασκεί εξουσία ή σχετίζεται με εξουσία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη προστάτης
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- προστατευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.