protection
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
protection | protections |
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɹəˈtɛkʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
protection | protections |
protection (fr) θηλυκό
- η προστασία, η περιφρούρηση, η προάσπιση