protecteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pʁɔ.tɛk.tœʁ/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | protecteur | protecteurs |
θηλυκό | protectrice | protectrices |
protecteur (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | protecteur | protecteurs |
θηλυκό | protectrice | protectrices |
protecteur (fr)