Δείτε επίσης: προστατευτισμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προστατευτικότητα οι προστατευτικότητες
      γενική της προστατευτικότητας των προστατευτικοτήτων
    αιτιατική την προστατευτικότητα τις προστατευτικότητες
     κλητική προστατευτικότητα προστατευτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προστατευτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προστατευτικότης, από την αιτιατική «προστατευτικότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε προστατευτικ(ός) + -ότητα
Πρώτη μαρτυρία 1898[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προστατευτικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 858, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία