υπερπροστατευτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερπροστατευτικότητα < υπερ- + προστατευτικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overprotectiveness[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερπροστατευτικότητα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- προστατευτικότητα
- → δείτε τις λέξεις προστατεύω και προστάτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερπροστατευτικότητα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ υπερπροστατευτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές επεξεργασία
- υπερπροστατευτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- υπερπροστατευτικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)