Δείτε επίσης: προσίστημι
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  προΐστημι   προΐσταμαι 
Παρατατικός  προΐστην   προϊστάμην 
Μέλλοντας  προστήσω   προστήσομαι 
Αόριστος  προέστησα   προεστησάμην/προέστην/προεστάθην 
Παρακείμενος  προστήσας ἔχω   προέστηκα (ενεργ. τύπος με παθ. σημασία)
μετοχή: προεστηκώς  
Υπερσυντέλικος  προστήσας εἶχον   προειστήκειν 
Συντελ.Μέλλ.  προεστήξω   προεστήξομαι 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προΐστημι < προ- + ἵστημι

προΐστημι (παθητική φωνή: προΐσταμαι)

  1. στήνω μπροστά, βάζω μπροστά, ενώπιον
  2. κάνω κάποιον επικεφαλής, αρχηγό
  3. παρουσιάζω δημόσια, φανερώνω
  4. είμαι επικεφαλής κόμματος
  5. επιλέγω κάποιον ως αρχηγό
  6. προφασίζομαι
  7. προτιμώ
  8. ιδρύω κάτι πριν από κάτι άλλο
  9. φρουρώ, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, προστατεύω
  10. παθητική φωνή: προΐσταμαι
    1. διοικώ
    2. είμαι ανώτερος, υπερτερώ
    3. προσέρχομαι, πλησιάζω
    4. στέκομαι μπροστά σε κάποιον
    5. στέκομαι μπροστά σε κάποιον ως ικέτης
    6. εκπορνεύομαι

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • προΐστημι φόνου: προετοιμάζω φόνο
  • προΐστημι τῆς ἐναντίας γνώμης: εκπροσωπώ όσους υποστηρίζουν τα αντίθετα

Συγγενικά

επεξεργασία