- προΐστημι < προ- + ἵστημι
προΐστημι (παθητική φωνή: προΐσταμαι)
- στήνω μπροστά, βάζω μπροστά, ενώπιον
- κάνω κάποιον επικεφαλής, αρχηγό
- παρουσιάζω δημόσια, φανερώνω
- είμαι επικεφαλής κόμματος
- επιλέγω κάποιον ως αρχηγό
- προφασίζομαι
- προτιμώ
- ιδρύω κάτι πριν από κάτι άλλο
- φρουρώ, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, προστατεύω
- παθητική φωνή: προΐσταμαι
- διοικώ
- είμαι ανώτερος, υπερτερώ
- προσέρχομαι, πλησιάζω
- στέκομαι μπροστά σε κάποιον
- στέκομαι μπροστά σε κάποιον ως ικέτης
- εκπορνεύομαι
- προΐστημι φόνου: προετοιμάζω φόνο
- προΐστημι τῆς ἐναντίας γνώμης: εκπροσωπώ όσους υποστηρίζουν τα αντίθετα
προΐστημι
Ενεργητικός Ενεστώτας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
προΐστημι
|
προϊστῶ
|
προϊσταίην
|
-
|
σύ
|
προΐστης
|
προϊστῇς
|
προϊσταίης
|
προΐστη
|
οὗτος
|
προΐστησι
|
προϊστῇ
|
προϊσταίη
|
προϊστάτω
|
ἡμεῖς
|
προΐσταμεν
|
προϊστῶμεν
|
προϊσταίημεν/προϊσταῖμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
προΐστατε
|
προϊστῆτε
|
προϊσταίητε/προϊσταῖτε
|
προΐστατε
|
οὗτοι
|
προϊστᾶσι(ν)
|
προϊστῶσι(ν)
|
προϊσταίησαν/προϊσταῖεν
|
προϊστάντων / προϊστάτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
προϊστάναι
|
προϊστάς (γεν. προϊστάντος)
|
προϊστᾶσα
|
προϊστάν
|
Ενεργητικός Παρατατικός
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
προΐστην
|
-
|
-
|
-
|
σύ
|
προΐστης
|
-
|
-
|
-
|
οὖτος
|
προΐστη
|
-
|
-
|
-
|
ἡμεῖς
|
προΐσταμεν
|
-
|
-
|
-
|
ὑμεῖς
|
προΐστατε
|
-
|
-
|
-
|
οὗτοι
|
προΐστασαν
|
-
|
-
|
-
|
Ενεργητικός Μέλλοντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
προστήσω
|
-
|
προστήσοιμι
|
-
|
σύ
|
προστήσεις
|
-
|
προστήσοις
|
-
|
οὗτος
|
προστήσει
|
-
|
προστήσοι
|
-
|
ἡμεῖς
|
προστήσομεν
|
-
|
προστήσοιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
προστήσετε
|
-
|
προστήσοιτε
|
-
|
οὗτοι
|
προστήσουσι(ν)
|
-
|
προστήσοιεν
|
-
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
προστήσειν
|
προστήσων
|
προστήσουσα
|
προστῆσον
|
Ενεργητικός Αόριστος α'
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
προέστησα
|
προστήσω
|
προστήσαιμι
|
-
|
σύ
|
προέστησας
|
προστήσῃς
|
προστήσαις / προστήσειας
|
πρόστησον
|
οὗτος
|
προέστησε
|
προστήσῃ
|
προστήσαι / προστήσειεν
|
προστησάτω
|
ἡμεῖς
|
προεστήσαμεν
|
προστήσωμεν
|
προστήσαιμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
προεστήσατε
|
προστήσητε
|
προστήσαιτε
|
προστήσατε
|
οὗτοι
|
προέστησαν
|
προστήσωσι(ν)
|
προστήσαιεν / προστήσειαν
|
προστησάντων / προστησάτωσαν
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
προστῆσαι
|
προστήσας
|
προστήσασα
|
προστῆσαν
|
|